ροδάκανθα

ροδάκανθα
ἡ, Α
άγριο ρόδο, αγριοτριανταφυλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + ἄκανθα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ροδωνιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος μικρότερος οικισμός, η Καρυά (υψόμ. 115 μ.). * * * η / ῥοδωνιά, ΝΜΑ, και ῥοδωνία και ροδονία, ΜΑ 1. τόπος κατάφυτος με… …   Dictionary of Greek

  • ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”